σπίλωμα

σπίλωμα
το, ΝΑ [σπιλῶ, -ώνω]
ηθικό στίγμα, καταισχύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπίλωμα — το 1. ρύπανση. 2. μτφ., κηλίδωμα, αμαύρωση: Δε θα επιτρέψει το σπίλωμα του ονόματός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπιλωμάτων — σπίλωμα defilement neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιλώματα — σπίλωμα defilement neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιλωμάτωση — η, Ν [σπίλωμα] ιατρ. η δημιουργία σπίλου στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • ԲԾԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 492 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. σπίλωμα macula, labes, naevus Բծաւոր կամ արատաւոր լինելն. արատաւորութիւն, պակասութիւն, աղտեղութիւն, եւ ախտաւորութիւն. *Զիւր բծաւորութիւնն, եւ զոչ յաջողելն ʼի ճանապարհ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σπίλωση — η σπίλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”